- πειθημων
- πειθήμων2, gen. ονος послушный, покорный
(τινί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πειθήμων — ον, ονος, Α (ποιητ. τ.) 1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός 2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] … Dictionary of Greek
πειθήμονα — πειθήμων persuaded neut nom/voc/acc pl πειθήμων persuaded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθήμονες — πειθήμων persuaded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθήμονι — πειθήμων persuaded dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek